υπερηχητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερηχητικός η υπερηχητική το υπερηχητικό
      γενική του υπερηχητικού της υπερηχητικής του υπερηχητικού
    αιτιατική τον υπερηχητικό την υπερηχητική το υπερηχητικό
     κλητική υπερηχητικέ υπερηχητική υπερηχητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερηχητικοί οι υπερηχητικές τα υπερηχητικά
      γενική των υπερηχητικών των υπερηχητικών των υπερηχητικών
    αιτιατική τους υπερηχητικούς τις υπερηχητικές τα υπερηχητικά
     κλητική υπερηχητικοί υπερηχητικές υπερηχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερηχητικός < υπερ- + ηχητικός

Επίθετο

υπερηχητικός

  1. που αναπτύσσει ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου στον αέρα
  2. που αναφέρεται σε ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου στον αέρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.