υπερδραστηριότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερδραστηριότητα | οι | υπερδραστηριότητες |
| γενική | της | υπερδραστηριότητας | των | υπερδραστηριοτήτων |
| αιτιατική | την | υπερδραστηριότητα | τις | υπερδραστηριότητες |
| κλητική | υπερδραστηριότητα | υπερδραστηριότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερδραστηριότητα < υπερ- + δραστηριότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ðɾa.sti.ɾiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐δρα‐στη‐ρι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
υπερδραστηριότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η υπερβολική δραστηριότητα
- ※ Τα μπάνια του λαού και οι διακοπές θα αμβλύνουν οπωσδήποτε τις ποθούμενες εντυπώσεις από τη συνέχιση της κυβερνητικής υπερδραστηριότητας τον Αύγουστο, αλλά και η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να έχει πολλή όρεξη για κουβέντα και αντιπαράθεση αυτή την εποχή. (Άγγελος Στάγκος, Υπερδραστηριότητα και εσωστρέφεια, Η Καθημερινή, 23 Ιουλίου 2009)
Μεταφράσεις
υπερδραστηριότητα
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.