υπερασπίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερασπίστρια | οι | υπερασπίστριες |
| γενική | της | υπερασπίστριας | των | υπερασπιστριών |
| αιτιατική | την | υπερασπίστρια | τις | υπερασπίστριες |
| κλητική | υπερασπίστρια | υπερασπίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερασπίστρια < υπερασπιστής + -τρια
Μεταφράσεις
υπερασπίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.