υπεδάφιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεδάφιος η υπεδάφια το υπεδάφιο
      γενική του υπεδάφιου της υπεδάφιας του υπεδάφιου
    αιτιατική τον υπεδάφιο την υπεδάφια το υπεδάφιο
     κλητική υπεδάφιε υπεδάφια υπεδάφιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεδάφιοι οι υπεδάφιες τα υπεδάφια
      γενική των υπεδάφιων των υπεδάφιων των υπεδάφιων
    αιτιατική τους υπεδάφιους τις υπεδάφιες τα υπεδάφια
     κλητική υπεδάφιοι υπεδάφιες υπεδάφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπεδάφιος < υπέδαφος + -ιος

Επίθετο

υπεδάφιος, -ια, -ιο

  • που έχει σχέση με το υπέδαφος, αναφέρεται σ’ αυτό ή βρίσκεται σ’ αυτό
    Η αφαίρεση των χωμάτων αποκάλυψε ότι η υπεδάφια δομή που απεικονίστηκε με τις ηλεκτρικές τομογραφίες ήταν φακός άμμου, δηλαδή φυσικός σχηματισμός. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.