υπαγορεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπαγορεύω < αρχαία ελληνική ὑπαγορεύω < ὑπό + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pa.ɣoˈɾe.vo/
Ρήμα
υπαγορεύω (παθητική φωνή: υπαγορεύομαι)
Συγγενικά
- υπαγόρευση
- υπαγορευτικός
- → δείτε τις λέξεις υπό, αγορεύω και αγορά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπαγορεύω | υπαγόρευα | θα υπαγορεύω | να υπαγορεύω | υπαγορεύοντας | |
| β' ενικ. | υπαγορεύεις | υπαγόρευες | θα υπαγορεύεις | να υπαγορεύεις | υπαγόρευε | |
| γ' ενικ. | υπαγορεύει | υπαγόρευε | θα υπαγορεύει | να υπαγορεύει | ||
| α' πληθ. | υπαγορεύουμε | υπαγορεύαμε | θα υπαγορεύουμε | να υπαγορεύουμε | ||
| β' πληθ. | υπαγορεύετε | υπαγορεύατε | θα υπαγορεύετε | να υπαγορεύετε | υπαγορεύετε | |
| γ' πληθ. | υπαγορεύουν(ε) | υπαγόρευαν υπαγορεύαν(ε) |
θα υπαγορεύουν(ε) | να υπαγορεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπαγόρευσα | θα υπαγορεύσω | να υπαγορεύσω | υπαγορεύσει | ||
| β' ενικ. | υπαγόρευσες | θα υπαγορεύσεις | να υπαγορεύσεις | υπαγόρευσε | ||
| γ' ενικ. | υπαγόρευσε | θα υπαγορεύσει | να υπαγορεύσει | |||
| α' πληθ. | υπαγορεύσαμε | θα υπαγορεύσουμε | να υπαγορεύσουμε | |||
| β' πληθ. | υπαγορεύσατε | θα υπαγορεύσετε | να υπαγορεύσετε | υπαγορεύστε | ||
| γ' πληθ. | υπαγόρευσαν υπαγορεύσαν(ε) |
θα υπαγορεύσουν(ε) | να υπαγορεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπαγορεύσει | είχα υπαγορεύσει | θα έχω υπαγορεύσει | να έχω υπαγορεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπαγορεύσει | είχες υπαγορεύσει | θα έχεις υπαγορεύσει | να έχεις υπαγορεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπαγορεύσει | είχε υπαγορεύσει | θα έχει υπαγορεύσει | να έχει υπαγορεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπαγορεύσει | είχαμε υπαγορεύσει | θα έχουμε υπαγορεύσει | να έχουμε υπαγορεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπαγορεύσει | είχατε υπαγορεύσει | θα έχετε υπαγορεύσει | να έχετε υπαγορεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπαγορεύσει | είχαν υπαγορεύσει | θα έχουν υπαγορεύσει | να έχουν υπαγορεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.