υπαγορευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπαγορευτικός | η | υπαγορευτική | το | υπαγορευτικό |
| γενική | του | υπαγορευτικού | της | υπαγορευτικής | του | υπαγορευτικού |
| αιτιατική | τον | υπαγορευτικό | την | υπαγορευτική | το | υπαγορευτικό |
| κλητική | υπαγορευτικέ | υπαγορευτική | υπαγορευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπαγορευτικοί | οι | υπαγορευτικές | τα | υπαγορευτικά |
| γενική | των | υπαγορευτικών | των | υπαγορευτικών | των | υπαγορευτικών |
| αιτιατική | τους | υπαγορευτικούς | τις | υπαγορευτικές | τα | υπαγορευτικά |
| κλητική | υπαγορευτικοί | υπαγορευτικές | υπαγορευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπαγορευτικός < (ελληνιστική κοινή) ὑπαγορευτικός
Μεταφράσεις
υπαγορευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.