υπάντηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπάντηση | οι | υπαντήσεις |
| γενική | της | υπάντησης* | των | υπαντήσεων |
| αιτιατική | την | υπάντηση | τις | υπαντήσεις |
| κλητική | υπάντηση | υπαντήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπαντήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπάντηση < ελληνιστική κοινή ὑπάντησις < αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpan.di.si/
Ουσιαστικό
υπάντηση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) συνάντηση
- (αρχαιοπρεπές) προϋπάντηση
- (αρχαιοπρεπές) (παρωχημένο) απάντηση, απόκριση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπαντώ
Μεταφράσεις
υπάντηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.