υμνολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υμνολογικός η υμνολογική το υμνολογικό
      γενική του υμνολογικού της υμνολογικής του υμνολογικού
    αιτιατική τον υμνολογικό την υμνολογική το υμνολογικό
     κλητική υμνολογικέ υμνολογική υμνολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υμνολογικοί οι υμνολογικές τα υμνολογικά
      γενική των υμνολογικών των υμνολογικών των υμνολογικών
    αιτιατική τους υμνολογικούς τις υμνολογικές τα υμνολογικά
     κλητική υμνολογικοί υμνολογικές υμνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υμνολογικός < υμνολογία / υμνολόγος + -ικός

Επίθετο

υμνολογικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.