υμεδαπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υμεδαπός η υμεδαπή το υμεδαπό
      γενική του υμεδαπού της υμεδαπής του υμεδαπού
    αιτιατική τον υμεδαπό την υμεδαπή το υμεδαπό
     κλητική υμεδαπέ υμεδαπή υμεδαπό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υμεδαποί οι υμεδαπές τα υμεδαπά
      γενική των υμεδαπών των υμεδαπών των υμεδαπών
    αιτιατική τους υμεδαπούς τις υμεδαπές τα υμεδαπά
     κλητική υμεδαποί υμεδαπές υμεδαπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υμεδαπός < ελληνιστική κοινή ὑμεδαπός < αρχαία ελληνική ὑμεῖς

Επίθετο

υμεδαπός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υμεδαπός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.