υδροτροχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υδροτροχός | οι | υδροτροχοί |
| γενική | του | υδροτροχού | των | υδροτροχών |
| αιτιατική | τον | υδροτροχό | τους | υδροτροχούς |
| κλητική | υδροτροχέ | υδροτροχοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδροτροχός αρσενικό
- τροχός νερόμυλου ή γεννήτριας που περιστρέφεται χάρη στην πίεση του νερού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.