υδροηλεκτρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδροηλεκτρικός | η | υδροηλεκτρική | το | υδροηλεκτρικό |
| γενική | του | υδροηλεκτρικού | της | υδροηλεκτρικής | του | υδροηλεκτρικού |
| αιτιατική | τον | υδροηλεκτρικό | την | υδροηλεκτρική | το | υδροηλεκτρικό |
| κλητική | υδροηλεκτρικέ | υδροηλεκτρική | υδροηλεκτρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδροηλεκτρικοί | οι | υδροηλεκτρικές | τα | υδροηλεκτρικά |
| γενική | των | υδροηλεκτρικών | των | υδροηλεκτρικών | των | υδροηλεκτρικών |
| αιτιατική | τους | υδροηλεκτρικούς | τις | υδροηλεκτρικές | τα | υδροηλεκτρικά |
| κλητική | υδροηλεκτρικοί | υδροηλεκτρικές | υδροηλεκτρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδροηλεκτρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydroélectrique < υδρο- + ηλεκτρικός
Επίθετο
υδροηλεκτρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων για την παραγωγή ηλεκτρισμού
Μεταφράσεις
υδροηλεκτρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.