καθυβρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθυβρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθυβρίζω | καθύβριζα | θα καθυβρίζω | να καθυβρίζω | καθυβρίζοντας | |
| β' ενικ. | καθυβρίζεις | καθύβριζες | θα καθυβρίζεις | να καθυβρίζεις | καθύβριζε | |
| γ' ενικ. | καθυβρίζει | καθύβριζε | θα καθυβρίζει | να καθυβρίζει | ||
| α' πληθ. | καθυβρίζουμε | καθυβρίζαμε | θα καθυβρίζουμε | να καθυβρίζουμε | ||
| β' πληθ. | καθυβρίζετε | καθυβρίζατε | θα καθυβρίζετε | να καθυβρίζετε | καθυβρίζετε | |
| γ' πληθ. | καθυβρίζουν(ε) | καθύβριζαν καθυβρίζαν(ε) |
θα καθυβρίζουν(ε) | να καθυβρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθύβρισα | θα καθυβρίσω | να καθυβρίσω | καθυβρίσει | ||
| β' ενικ. | καθύβρισες | θα καθυβρίσεις | να καθυβρίσεις | καθύβρισε | ||
| γ' ενικ. | καθύβρισε | θα καθυβρίσει | να καθυβρίσει | |||
| α' πληθ. | καθυβρίσαμε | θα καθυβρίσουμε | να καθυβρίσουμε | |||
| β' πληθ. | καθυβρίσατε | θα καθυβρίσετε | να καθυβρίσετε | καθυβρίστε | ||
| γ' πληθ. | καθύβρισαν καθυβρίσαν(ε) |
θα καθυβρίσουν(ε) | να καθυβρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθυβρίσει | είχα καθυβρίσει | θα έχω καθυβρίσει | να έχω καθυβρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθυβρίσει | είχες καθυβρίσει | θα έχεις καθυβρίσει | να έχεις καθυβρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθυβρίσει | είχε καθυβρίσει | θα έχει καθυβρίσει | να έχει καθυβρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθυβρίσει | είχαμε καθυβρίσει | θα έχουμε καθυβρίσει | να έχουμε καθυβρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθυβρίσει | είχατε καθυβρίσει | θα έχετε καθυβρίσει | να έχετε καθυβρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθυβρίσει | είχαν καθυβρίσει | θα έχουν καθυβρίσει | να έχουν καθυβρίσει |
| |
Μεταφράσεις
καθυβρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.