υαλότουβλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλότουβλο τα υαλότουβλα
      γενική του υαλότουβλου των υαλότουβλων
    αιτιατική το υαλότουβλο τα υαλότουβλα
     κλητική υαλότουβλο υαλότουβλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τοίχος από υαλότουβλα

Ετυμολογία

υαλότουβλο < υαλο- + τούβλο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.aˈlo.tu.vlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υαλότουβλο

Ουσιαστικό

υαλότουβλο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.