τῦφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τῦφος | οἱ | τῦφοι |
| γενική | τοῦ | τύφου | τῶν | τύφων |
| δοτική | τῷ | τύφῳ | τοῖς | τύφοις |
| αιτιατική | τὸν | τῦφον | τοὺς | τύφους |
| κλητική ὦ! | τῦφε | τῦφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τύφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τῦφος < τύφω
Ουσιαστικό
τῦφος, -ου αρσενικό
- (αρχική σημασία) καπνός, ατμός
- (ιατρική) ονομασία εμπύρετων καταστάσεων που συνοδεύονταν από λήθαργο ή απώλεια των αισθήσεων
- ανοησία, αφροσύνη
- αλαζονεία, κομπορρημοσύνη, ματαιοφροσύνη
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- τῦφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τῦφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.