αφροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφροσύνη οι αφροσύνες
      γενική της αφροσύνης των αφροσυνών
    αιτιατική την αφροσύνη τις αφροσύνες
     κλητική αφροσύνη αφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφροσύνη < α- (στερητικό) + -φρο- (< φρόνηση) + -σύνη

Ουσιαστικό

αφροσύνη θηλυκό χωρίς πληθυντικό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.