τυπολάτρις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυπολάτρις αἱ τυπολάτριδες
      γενική τῆς τυπολάτριδος τῶν τυπολατρίδων
      δοτική τῇ τυπολάτριδι ταῖς τυπολάτρισι(ν)
    αιτιατική τὴν τυπολάτριν τὰς τυπολάτριδας
     κλητική ! τυπολάτρι τυπολάτριδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυπολάτρις < τυπολάτρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις

Ουσιαστικό

τυπολάτρις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.