τυπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυπάς | οι | τυπάδες |
| γενική | του | τυπά | των | τυπάδων |
| αιτιατική | τον | τυπά | τους | τυπάδες |
| κλητική | τυπά | τυπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈpas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐πάς
Ουσιαστικό
τυπάς αρσενικό (θηλυκό τύπισσα)
Παράγωγα
- τυπάδικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τύπος
Πηγές
- τυπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.