τυμπανίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυμπανίτιδα οι τυμπανίτιδες
      γενική της τυμπανίτιδας των τυμπανίτιδων
    αιτιατική την τυμπανίτιδα τις τυμπανίτιδες
     κλητική τυμπανίτιδα τυμπανίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυμπανίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tympanitis < αρχαία ελληνική τύμπανον + -ίτιδα

Ουσιαστικό

τυμπανίτιδα θηλυκό

  1. (ιατρική) τυμπανισμός
  2. (ιατρική) φλεγμονή στο τύμπανο του αφτιού
  3. (κτηνιατρική) είδοςγαστρικής δυσπεψίας διαφόρων ζώων (προβάτων, βοειδών κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.