τυμπανίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυμπανίτιδα | οι | τυμπανίτιδες |
| γενική | της | τυμπανίτιδας | των | τυμπανίτιδων |
| αιτιατική | την | τυμπανίτιδα | τις | τυμπανίτιδες |
| κλητική | τυμπανίτιδα | τυμπανίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυμπανίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tympanitis < αρχαία ελληνική τύμπανον + -ίτιδα
Ουσιαστικό
τυμπανίτιδα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τύμπανο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.