φτωχάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φτωχάνθρωπος οι φτωχάνθρωποι
      γενική του φτωχανθρώπου των φτωχανθρώπων
    αιτιατική τον φτωχάνθρωπο τους φτωχανθρώπους
     κλητική φτωχάνθρωπε φτωχάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτωχάνθρωπος < φτωχ- + άνθρωπος

Ουσιαστικό

φτωχάνθρωπος αρσενικό

  • ο φτωχός άνθρωπος
      Με την πλουμιστή από τη μια μεριά εικόνα των παλιών και νέων αρχοντόσπιτων στο κέντρο της, με τη θλιβερή, από την άλλη μεριά, σκιά που έπεφτε πάνω στις γειτονιές της, με τις χαμοκέλες και τα τενεκεδόσπιτά τους , όπου καταφεύγανε οι φτωχάνθρωποι της δουλειάς και της ανέχειας. (Μπάμπης Κλάρας, Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ου αιώνα: μυθιστορηματική βιογραφία, 1985, σελ. 113)
      Ιδρωμένο τ'άλογό του στάθηκε μέσα στο πλήθος, - ο κυρ Θανασός, είπαν μερικοί. Κάποιος φτωχάνθρωπος πήρε από τα χέρια του τ'άλογο αφρισμένο, να το γυρίσει. Το σκέπασε και με το τσόλι του. Ο ίδιος ανακατεύτηκε μέσα στο πλήθος (Αρχείον Θράκης, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, τόμοι 3-4, 1936, σελ. 32)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.