τσουράπια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσουράπια < τσουράπι
Ουσιαστικό
τσουράπια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ελληνικός παραδοσιακός μικτός χορός της βόρειας Ελλάδας, Μακεδονίας και Θράκης
Μεταφράσεις
τσουράπια
|
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τσουράπια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσουράπι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.