τσουμπλέκι
Νέα ελληνικά (el)

Τσουμπλέκια: çömlekler.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
| γενική | του | τσουμπλεκιού | των | τσουμπλεκιών |
| αιτιατική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
| κλητική | τσουμπλέκι | τσουμπλέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τσουμπλέκι ουδέτερο
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
τσουμπλέκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.