τσιγκλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσιγκλίζω <  δείτε τη λέξη τσιγκλάω

Ρήμα

τσιγκλίζω, αόρ.: τσίγκλισα, παθ.φωνή: τσιγκλίζομαι, π.αόρ.: τσιγκλίστηκα, μτχ.π.π.: τσιγκλισμένος

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.