τσαλαβούτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαλαβούτας | οι | τσαλαβούτες |
| γενική | του | τσαλαβούτα | — | |
| αιτιατική | τον | τσαλαβούτα | τους | τσαλαβούτες |
| κλητική | τσαλαβούτα | τσαλαβούτες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαλαβούτας < τσαλαβουτ(ώ) + -ας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sa.laˈvu.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐λα‐βού‐τας
Ουσιαστικό
τσαλαβούτας αρσενικό
- άτομο που περπατάει με άτσαλο τρόπο σε νερά και λάσπες
- (μεταφορικά) άτομο που είναι ακατάστατο στη δουλειά του
Συγγενικά
- Τσαλαβούτας (επώνυμο)
Μεταφράσεις
τσαλαβούτας
|
|
Αναφορές
- τσαλαβούτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.