Τσαλαβούτας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσαλαβούτας οι Τσαλαβούτηδες
& Τσαλαβουταίοι
      γενική του Τσαλαβούτα των Τσαλαβούτηδων
& Τσαλαβουταίων
    αιτιατική τον Τσαλαβούτα τους Τσαλαβούτηδες
& Τσαλαβουταίους
     κλητική Τσαλαβούτα Τσαλαβούτηδες
& Τσαλαβουταίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσαλαβούτας < τσαλαβούτας

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.laˈvu.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσαλαβούτας

Κύριο όνομα

Τσαλαβούτας αρσενικό (θηλυκό Τσαλαβούτα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.