τσακίσματα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσακίσματα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσακίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.