τροχοπέδηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροχοπέδηση οι τροχοπεδήσεις
      γενική της τροχοπέδησης* των τροχοπεδήσεων
    αιτιατική την τροχοπέδηση τις τροχοπεδήσεις
     κλητική τροχοπέδηση τροχοπεδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τροχοπεδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροχοπέδηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τροχοπέδηση θηλυκό

  1. η ελάττωση της ταχύτητας του τροχού που περιστρέφεται
    σύμφωνα με το αρθ. 53 του Ν. 3452/2007, επιβάλλεται το ποδήλατο του επιβαίνοντα οδηγού να είναι κατάλληλα εφοδιασμένο με δύο συστήματα τροχοπέδησης για κάθε τροχό τα οποία θα επενεργούν άμεσα και αποτελεσμά στις αντιδράσεις του αναβάτη
  2. η ελάττωση κάθε κίνησης μέχρι την ακινητοποίηση αυτής

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.