πέδηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πέδηση | οι | πεδήσεις |
| γενική | της | πέδησης* | των | πεδήσεων |
| αιτιατική | την | πέδηση | τις | πεδήσεις |
| κλητική | πέδηση | πεδήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πεδήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέδηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πέδηση θηλυκό
- η μείωση της ταχύτητας ενός οχήματος από τον οδηγό του, το φρενάρισμα
- σύστημα πέδησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.