τριημιτόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριημιτόνιο τα τριημιτόνια
      γενική του τριημιτόνιου των τριημιτόνιων
    αιτιατική το τριημιτόνιο τα τριημιτόνια
     κλητική τριημιτόνιο τριημιτόνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριημιτόνιο < τρι- + ημιτόνιο

Ουσιαστικό

τριημιτόνιο ουδέτερο

  1. (μουσική) η απόσταση τριών ημιτονίων μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων, πχ μεταξύ του φα και του σολ δίεση
    Τα πονεμένα τριημιτόνια στα μινόρε των τραγουδιών μας. (Μιχάλης Νικολάου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Aπριλίου 2011)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.