τριβελίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾi.veˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐βε‐λί‐ζω
Ρήμα
τριβελίζω, αόρ.: τριβέλισα (χωρίς παθητική φωνή)
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τριβελίζω | τριβέλιζα | θα τριβελίζω | να τριβελίζω | τριβελίζοντας | |
| β' ενικ. | τριβελίζεις | τριβέλιζες | θα τριβελίζεις | να τριβελίζεις | τριβέλιζε | |
| γ' ενικ. | τριβελίζει | τριβέλιζε | θα τριβελίζει | να τριβελίζει | ||
| α' πληθ. | τριβελίζουμε | τριβελίζαμε | θα τριβελίζουμε | να τριβελίζουμε | ||
| β' πληθ. | τριβελίζετε | τριβελίζατε | θα τριβελίζετε | να τριβελίζετε | τριβελίζετε | |
| γ' πληθ. | τριβελίζουν(ε) | τριβέλιζαν τριβελίζαν(ε) |
θα τριβελίζουν(ε) | να τριβελίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τριβέλισα | θα τριβελίσω | να τριβελίσω | τριβελίσει | ||
| β' ενικ. | τριβέλισες | θα τριβελίσεις | να τριβελίσεις | τριβέλισε | ||
| γ' ενικ. | τριβέλισε | θα τριβελίσει | να τριβελίσει | |||
| α' πληθ. | τριβελίσαμε | θα τριβελίσουμε | να τριβελίσουμε | |||
| β' πληθ. | τριβελίσατε | θα τριβελίσετε | να τριβελίσετε | τριβελίστε | ||
| γ' πληθ. | τριβέλισαν τριβελίσαν(ε) |
θα τριβελίσουν(ε) | να τριβελίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τριβελίσει | είχα τριβελίσει | θα έχω τριβελίσει | να έχω τριβελίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τριβελίσει | είχες τριβελίσει | θα έχεις τριβελίσει | να έχεις τριβελίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τριβελίσει | είχε τριβελίσει | θα έχει τριβελίσει | να έχει τριβελίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τριβελίσει | είχαμε τριβελίσει | θα έχουμε τριβελίσει | να έχουμε τριβελίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τριβελίσει | είχατε τριβελίσει | θα έχετε τριβελίσει | να έχετε τριβελίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τριβελίσει | είχαν τριβελίσει | θα έχουν τριβελίσει | να έχουν τριβελίσει |
| |
Αναφορές
- τριβελίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.