τριβέλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριβέλισμα τα τριβελίσματα
      γενική του τριβελίσματος των τριβελισμάτων
    αιτιατική το τριβέλισμα τα τριβελίσματα
     κλητική τριβέλισμα τριβελίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριβέλισμα < τριβελίζω + -μα < τριβέλι < μεσαιωνική ελληνική τριβέλλιον < μεσαιωνική λατινική terebellum < terebra < tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-

Ουσιαστικό

τριβέλισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.