τρενοποδήλατο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρενοποδήλατο τα τρενοποδήλατα
      γενική του τρενοποδήλατου
& τρενοποδηλάτου
των τρενοποδήλατων
& τρενοποδηλάτων
    αιτιατική το τρενοποδήλατο τα τρενοποδήλατα
     κλητική τρενοποδήλατο τρενοποδήλατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρενοποδήλατο < τρένο + -ο- + ποδήλατο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική railbike)

Ουσιαστικό

τρενοποδήλατο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.