ποδηλατοδρεζίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηλατοδρεζίνα οι ποδηλατοδρεζίνες
      γενική της ποδηλατοδρεζίνας των ποδηλατοδρεζίνων
    αιτιατική την ποδηλατοδρεζίνα τις ποδηλατοδρεζίνες
     κλητική ποδηλατοδρεζίνα ποδηλατοδρεζίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδηλατοδρεζίνα < ποδήλατο + -ο- + δρεζίνα

Ουσιαστικό

ποδηλατοδρεζίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.