τραυλότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραυλότητα | οι | τραυλότητες |
| γενική | της | τραυλότητας | των | τραυλοτήτων |
| αιτιατική | την | τραυλότητα | τις | τραυλότητες |
| κλητική | τραυλότητα | τραυλότητες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραυλότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραυλότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τραυλότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τραυλ(ός) + -ότητα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾaˈvlo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τραυ‐λό‐τη‐τα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τραυλός
Μεταφράσεις
τραυλότητα
|
|
Πηγές
- τραυλότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραυλότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.