τραπεζάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τραπεζάρης | οι | τραπεζάρηδες |
| γενική | του | τραπεζάρη | των | τραπεζάρηδων |
| αιτιατική | τον | τραπεζάρη | τους | τραπεζάρηδες |
| κλητική | τραπεζάρη | τραπεζάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραπεζάρης < μεσαιωνική ελληνική τραπεζάρης < τράπεζ(α) + -άρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.peˈza.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐πε‐ζά‐ρης
Συγγενικά
- Τραπεζάρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
τραπεζάρης
|
→ δείτε τη λέξη τραπεζοκόμος |
Πηγές
- τραπεζάρης σελ.7254 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- τραπεζάρης σελ.7254 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.