Τραπεζάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τραπεζάρης | οι | Τραπεζάρηδες |
| γενική | του | Τραπεζάρη | των | Τραπεζάρηδων |
| αιτιατική | τον | Τραπεζάρη | τους | Τραπεζάρηδες |
| κλητική | Τραπεζάρη | Τραπεζάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τραπεζάρης < επάγγελμα τραπεζάρης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.peˈza.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρα‐πε‐ζά‐ρης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Трапезарис
- λατινικοί χαρακτήρες: Trapezaris
Αναφορές
- Τραπεζάρης σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.