τσουλήθρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουλήθρα οι τσουλήθρες
      γενική της τσουλήθρας των τσουληθρών
    αιτιατική την τσουλήθρα τις τσουλήθρες
     κλητική τσουλήθρα τσουλήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσουλήθρα < τσουλ(ώ) + -ήθρα

Ουσιαστικό

τσουλήθρα θηλυκό

  • παιχνίδι στις κούνιες που αποτελείται από ένα λείο κεκλιμένο διάδρομο, στον οποίο γλιστρούν τα παιδιά προς τα κάτω

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.