τραγελαφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγελαφικός η τραγελαφική το τραγελαφικό
      γενική του τραγελαφικού της τραγελαφικής του τραγελαφικού
    αιτιατική τον τραγελαφικό την τραγελαφική το τραγελαφικό
     κλητική τραγελαφικέ τραγελαφική τραγελαφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγελαφικοί οι τραγελαφικές τα τραγελαφικά
      γενική των τραγελαφικών των τραγελαφικών των τραγελαφικών
    αιτιατική τους τραγελαφικούς τις τραγελαφικές τα τραγελαφικά
     κλητική τραγελαφικοί τραγελαφικές τραγελαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραγελαφικός < τραγέλαφος

Επίθετο

τραγελαφικός, -ή, -ό

  1. που είναι πάρα πολύ παράξενος και ανεξήγητος και προκαλεί μεγάλη σύγχυση
  2. που ξεπερνά τα όρια του κανονικού ή αποδεκτού κατά τρόπο γελοίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.