τρίχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρίχρωμος | η | τρίχρωμη | το | τρίχρωμο |
| γενική | του | τρίχρωμου | της | τρίχρωμης | του | τρίχρωμου |
| αιτιατική | τον | τρίχρωμο | την | τρίχρωμη | το | τρίχρωμο |
| κλητική | τρίχρωμε | τρίχρωμη | τρίχρωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρίχρωμοι | οι | τρίχρωμες | τα | τρίχρωμα |
| γενική | των | τρίχρωμων | των | τρίχρωμων | των | τρίχρωμων |
| αιτιατική | τους | τρίχρωμους | τις | τρίχρωμες | τα | τρίχρωμα |
| κλητική | τρίχρωμοι | τρίχρωμες | τρίχρωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

περιπλοκάδα η τρίχρωμη (Convolvulus tricolor)
Επίθετο
τρίχρωμος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τρία χρώματα
- η σημαία της Ολλανδίας είναι τρίχρωμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.