τουμπανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tum.baˈɲa.zo/
Συγγενικά
- τουμπάνιασμα
- τουμπανιασμένος
- → δείτε τη λέξη τύμπανο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τουμπανιάζω | τουμπάνιαζα | θα τουμπανιάζω | να τουμπανιάζω | τουμπανιάζοντας | |
| β' ενικ. | τουμπανιάζεις | τουμπάνιαζες | θα τουμπανιάζεις | να τουμπανιάζεις | τουμπάνιαζε | |
| γ' ενικ. | τουμπανιάζει | τουμπάνιαζε | θα τουμπανιάζει | να τουμπανιάζει | ||
| α' πληθ. | τουμπανιάζουμε | τουμπανιάζαμε | θα τουμπανιάζουμε | να τουμπανιάζουμε | ||
| β' πληθ. | τουμπανιάζετε | τουμπανιάζατε | θα τουμπανιάζετε | να τουμπανιάζετε | τουμπανιάζετε | |
| γ' πληθ. | τουμπανιάζουν(ε) | τουμπάνιαζαν τουμπανιάζαν(ε) |
θα τουμπανιάζουν(ε) | να τουμπανιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τουμπάνιασα | θα τουμπανιάσω | να τουμπανιάσω | τουμπανιάσει | ||
| β' ενικ. | τουμπάνιασες | θα τουμπανιάσεις | να τουμπανιάσεις | τουμπάνιασε | ||
| γ' ενικ. | τουμπάνιασε | θα τουμπανιάσει | να τουμπανιάσει | |||
| α' πληθ. | τουμπανιάσαμε | θα τουμπανιάσουμε | να τουμπανιάσουμε | |||
| β' πληθ. | τουμπανιάσατε | θα τουμπανιάσετε | να τουμπανιάσετε | τουμπανιάστε | ||
| γ' πληθ. | τουμπάνιασαν τουμπανιάσαν(ε) |
θα τουμπανιάσουν(ε) | να τουμπανιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τουμπανιάσει | είχα τουμπανιάσει | θα έχω τουμπανιάσει | να έχω τουμπανιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τουμπανιάσει | είχες τουμπανιάσει | θα έχεις τουμπανιάσει | να έχεις τουμπανιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τουμπανιάσει | είχε τουμπανιάσει | θα έχει τουμπανιάσει | να έχει τουμπανιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τουμπανιάσει | είχαμε τουμπανιάσει | θα έχουμε τουμπανιάσει | να έχουμε τουμπανιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τουμπανιάσει | είχατε τουμπανιάσει | θα έχετε τουμπανιάσει | να έχετε τουμπανιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τουμπανιάσει | είχαν τουμπανιάσει | θα έχουν τουμπανιάσει | να έχουν τουμπανιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.