τοξικομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξικομανής η τοξικομανής το τοξικομανές
      γενική του τοξικομανούς* της τοξικομανούς του τοξικομανούς
    αιτιατική τον τοξικομανή την τοξικομανή το τοξικομανές
     κλητική τοξικομανή(ς) τοξικομανής τοξικομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξικομανείς οι τοξικομανείς τα τοξικομανή
      γενική των τοξικομανών των τοξικομανών των τοξικομανών
    αιτιατική τους τοξικομανείς τις τοξικομανείς τα τοξικομανή
     κλητική τοξικομανείς τοξικομανείς τοξικομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοξικομανής < τοξικός + -μανής

Προφορά

ΔΦΑ : /to.ksi.ko.maˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /to.ksi.ko.maˈnes/ ουδέτερο

Επίθετο

τοξικομανής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.