τοξικομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τοξικομανής | η | τοξικομανής | το | τοξικομανές |
| γενική | του | τοξικομανούς* | της | τοξικομανούς | του | τοξικομανούς |
| αιτιατική | τον | τοξικομανή | την | τοξικομανή | το | τοξικομανές |
| κλητική | τοξικομανή(ς) | τοξικομανής | τοξικομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τοξικομανείς | οι | τοξικομανείς | τα | τοξικομανή |
| γενική | των | τοξικομανών | των | τοξικομανών | των | τοξικομανών |
| αιτιατική | τους | τοξικομανείς | τις | τοξικομανείς | τα | τοξικομανή |
| κλητική | τοξικομανείς | τοξικομανείς | τοξικομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τοξικομανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.