τοξεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τοξεί αἱ τοξεῖαι
      γενική τῆς τοξείᾱς τῶν τοξειῶν
      δοτική τῇ τοξεί ταῖς τοξείαις
    αιτιατική τὴν τοξείᾱν τὰς τοξείᾱς
     κλητική ! τοξεί τοξεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τοξεί
γεν-δοτ τοῖν  τοξείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοξεία < αρχαία ελληνική τόξον + -εία

Ουσιαστικό

τοξεία θηλυκό

  1. η τοξοβολία, η τέχνη της ρίψης βελών με τόξο
  2. οι τοξότες σαν σύνολο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.