τοκίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοκίστρια οι τοκίστριες
      γενική της τοκίστριας των τοκιστριών
    αιτιατική την τοκίστρια τις τοκίστριες
     κλητική τοκίστρια τοκίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοκίστρια < ελληνιστική κοινή τοκίστρια < αρχαία ελληνική τοκιστής < τοκίζω < τόκος < τίκτω

Ουσιαστικό

τοκίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.