τοκίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τοκίζω < αρχαία ελληνική τοκίζω < τόκος < τίκτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοκίζω | τόκιζα | θα τοκίζω | να τοκίζω | τοκίζοντας | |
| β' ενικ. | τοκίζεις | τόκιζες | θα τοκίζεις | να τοκίζεις | τόκιζε | |
| γ' ενικ. | τοκίζει | τόκιζε | θα τοκίζει | να τοκίζει | ||
| α' πληθ. | τοκίζουμε | τοκίζαμε | θα τοκίζουμε | να τοκίζουμε | ||
| β' πληθ. | τοκίζετε | τοκίζατε | θα τοκίζετε | να τοκίζετε | τοκίζετε | |
| γ' πληθ. | τοκίζουν(ε) | τόκιζαν τοκίζαν(ε) |
θα τοκίζουν(ε) | να τοκίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τόκισα | θα τοκίσω | να τοκίσω | τοκίσει | ||
| β' ενικ. | τόκισες | θα τοκίσεις | να τοκίσεις | τόκισε | ||
| γ' ενικ. | τόκισε | θα τοκίσει | να τοκίσει | |||
| α' πληθ. | τοκίσαμε | θα τοκίσουμε | να τοκίσουμε | |||
| β' πληθ. | τοκίσατε | θα τοκίσετε | να τοκίσετε | τοκίστε | ||
| γ' πληθ. | τόκισαν τοκίσαν(ε) |
θα τοκίσουν(ε) | να τοκίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τοκίσει | είχα τοκίσει | θα έχω τοκίσει | να έχω τοκίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τοκίσει | είχες τοκίσει | θα έχεις τοκίσει | να έχεις τοκίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τοκίσει | είχε τοκίσει | θα έχει τοκίσει | να έχει τοκίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοκίσει | είχαμε τοκίσει | θα έχουμε τοκίσει | να έχουμε τοκίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τοκίσει | είχατε τοκίσει | θα έχετε τοκίσει | να έχετε τοκίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοκίσει | είχαν τοκίσει | θα έχουν τοκίσει | να έχουν τοκίσει |
| |
Μεταφράσεις
τοκίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.