τιμοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τιμοκρατικός | η | τιμοκρατική | το | τιμοκρατικό |
| γενική | του | τιμοκρατικού | της | τιμοκρατικής | του | τιμοκρατικού |
| αιτιατική | τον | τιμοκρατικό | την | τιμοκρατική | το | τιμοκρατικό |
| κλητική | τιμοκρατικέ | τιμοκρατική | τιμοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τιμοκρατικοί | οι | τιμοκρατικές | τα | τιμοκρατικά |
| γενική | των | τιμοκρατικών | των | τιμοκρατικών | των | τιμοκρατικών |
| αιτιατική | τους | τιμοκρατικούς | τις | τιμοκρατικές | τα | τιμοκρατικά |
| κλητική | τιμοκρατικοί | τιμοκρατικές | τιμοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τιμοκρατικός < αρχαία ελληνική τιμοκρατικός < τιμοκρατία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τιμοκρατία
Μεταφράσεις
τιμοκρατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.