τιμοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμοκρατία οι τιμοκρατίες
      γενική της τιμοκρατίας των τιμοκρατιών
    αιτιατική την τιμοκρατία τις τιμοκρατίες
     κλητική τιμοκρατία τιμοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμοκρατία < αρχαία ελληνική τιμοκρατία

Ουσιαστικό

τιμοκρατία θηλυκό

  • (πολιτική) (ιστορία) ολιγαρχία στην οποία η εξουσία διανέμεται με βάση τον πλούτο
      Ο Σόλωνας κλήθηκε να νομοθετήσει το πολίτευμα της Αθήνας, ώστε να μείνουν ευχαριστημένοι και οι δημοκρατικοί και οι αριστοκρατικοί της πόλης. Τελικά, διαμόρφωσε μια τιμοκρατία, στην οποία την εξουσία δεν έχουν μόνο οι αριστοκράτες που ήταν γαιοκτήμονες αλλά και η αστική τάξη της Αθήνας.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.