τηρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τηρός < τη- ρίζα αβέβαιης ετυμολογίας, που πάντως θεωρείται κοινή στο τηρέω, τημελής, τίω, τίνω

Ουσιαστικό

τηρός αρσενικό (ὁ τηρός, τοῦ τηροῦ)

Συγγενικά

Σημειώσεις

0 Γρυπάρης το αποδίδει "μιλώ με ραβδούχο του Ερμή" και άλλοι το παραλείπουν τελείως γιατί στο αρχαίο κείμενό τους στον στοίχο 248 ή αλλού 250 αντί για τηρόν ῥάβδου έχουν τη φράση "ῥήτωρ ἱερόραβδος" , οπότε το αποδίδουν "μιλώ σε ρήτορα με ιερό ραβδί" και το θεωρούν περίφραση του κήρυκα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.