τηλεκαθοδήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεκαθοδήγηση | οι | τηλεκαθοδηγήσεις |
| γενική | της | τηλεκαθοδήγησης* | των | τηλεκαθοδηγήσεων |
| αιτιατική | την | τηλεκαθοδήγηση | τις | τηλεκαθοδηγήσεις |
| κλητική | τηλεκαθοδήγηση | τηλεκαθοδηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεκαθοδηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεκαθοδήγηση (νεολογισμός) < τηλε- + καθοδήγηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική teleguidage [1] ή από την αγγλική remote guidance. [2] Δείτε και τηλεκατεύθυνση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.le.ka.θoˈði.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐κα‐θο‐δή‐γη‐ση
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- τηλεκαθοδήγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.