τζαμιτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζαμιτζής | οι | τζαμιτζήδες |
| γενική | του | τζαμιτζή | των | τζαμιτζήδων |
| αιτιατική | τον | τζαμιτζή | τους | τζαμιτζήδες |
| κλητική | τζαμιτζή | τζαμιτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τζάμι
Μεταφράσεις
τζαμιτζής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.