τζίφρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζίφρα οι τζίφρες
      γενική της τζίφρας των τζιφρών
    αιτιατική την τζίφρα τις τζίφρες
     κλητική τζίφρα τζίφρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζίφρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zifra < αραβική صِفْر (ʂifr)

Ουσιαστικό

τζίφρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η υπογραφή με μονοκοντυλιά (ενίοτε δυσανάγνωστη)
      βάλε μια τζίφρα εδώ και πάρ’ το το συμβόλαιο
  2. το μονόγραμμα, η μονογραφή
  3. δυσανάγνωστη γραφή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.