τεχνοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεχνοκρατικός | η | τεχνοκρατική | το | τεχνοκρατικό |
| γενική | του | τεχνοκρατικού | της | τεχνοκρατικής | του | τεχνοκρατικού |
| αιτιατική | τον | τεχνοκρατικό | την | τεχνοκρατική | το | τεχνοκρατικό |
| κλητική | τεχνοκρατικέ | τεχνοκρατική | τεχνοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεχνοκρατικοί | οι | τεχνοκρατικές | τα | τεχνοκρατικά |
| γενική | των | τεχνοκρατικών | των | τεχνοκρατικών | των | τεχνοκρατικών |
| αιτιατική | τους | τεχνοκρατικούς | τις | τεχνοκρατικές | τα | τεχνοκρατικά |
| κλητική | τεχνοκρατικοί | τεχνοκρατικές | τεχνοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
(λείπει η ετυμολογία)
Επίθετο
τεχνοκρατικός
- που αναφέρεται στην τεχνοκρατία ή τη χαρακτηρίζει
[σύστημα διακυβέρνησης όπου η δύναμη βρίσκεται στα χέρια όχι των πολιτικών αλλά των ειδικών της διοίκησης και της οικονομίας] τεχνοκρατία
Μεταφράσεις
τεχνοκρατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.